ABHORRENCE - ορισμός. Τι είναι το ABHORRENCE
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ABHORRENCE - ορισμός

FINNISH DEATH METAL BAND
Abhorrence (band finland); Jussi Ahlroth; Abhorrence (Finnish band)
  • Abhorrence live at [[Tuska Open Air]] 2013

abhorrence         
n.
Abomination, horror, detestation, hatred, loathing, disgust, antipathy, aversion.
abhorrence         
Someone's abhorrence of something is their strong hatred of it. (FORMAL)
They are anxious to show their abhorrence of racism.
= hatred
N-UNCOUNT: usu with supp, oft poss N, N of n
Abhorrence         
·noun Extreme hatred or detestation; the feeling of utter dislike.

Βικιπαίδεια

Abhorrence

Abhorrence is a Finnish death metal band originally formed in 1989.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ABHORRENCE
1. Ms Jowell‘s split reflects her abhorrence of the allegations that have stained her husband‘s name.
2. A DTI spokesman told the BBC: "The government shares the ethical abhorrence felt by many.
3. You only have to look at Lynsey‘s background to understand her abhorrence of violence.
4. "Mistrust and abhorrence have become American common feelings toward the distorted image of Arabs.
5. Chris‘s behaviour was motivated by humanist convictions and an abhorrence of suffering, racism and war.